Η ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΣΤΟ ΚΑΛΑΜΑΚΙ ΛΑΜΙΑΣ
Τα μαντριά και οι βοσκότοποι
Συνάντηση ανδρών που ξεπροβοδίζουν τα μανάρια πάνω από τα Γκαρλαουνέικα δεκαετία του 80.Απο αριστερά: Πλατής Αποστόλης,Φούρκας Βαγγέλης,Γκαρλαουνης Νίκος, Κουμπάρος Νίκος, Τσιάκας Γιώργος, Ευσταθίου Γιάννης, Φούρκας Βασιλάρας, Φούρκας Σπύρος
Πολλοί κάτοικοι του χωριού από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του χωριού ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία.Στην αρχή από ανάγκη λόγω μη ύπαρξης διαθέσιμων χωραφιών και αργότερα από επιλογή.
Η προστασία των ζώων το χειμώνα ήταν ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο παλιός τσέλιγκας ή τσομπάνης.
Το χειμώνα για τα γίδια τα μαντριά γινόταν σε μέρη απάνεμα. Ένα μικρό μέρος του μαντριού ήταν σκεπασμένο. Αυτό χρησιμοποιούνταν για τα μικρά ζώα και τις νεογέννητες μάνες. Το υπόλοιπο μέρος, το στειρομάντρι, ήταν μόνο με περίφραξη από σάλωμα (καλάμια βρύζας), με κλίση για να δημιουργεί χώρο που δεν θα έπιανε χιόνι. Εκεί περνούσαν τα γίδια τις μπόρες και τις βροχές, τα χιόνια και τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Δίπλα από το μαντρί, βρισκόταν η καλύβα του τσομπάνη. Αυτή είχε σχήμα κόλουρου κώνου. Η βάση της ήταν περίπου με ακτίνα δύο μέτρων. Στη μέση βρισκόταν η εστία. Η εστία ήταν ελαφρά σκαμμένη και γύρω της είχε πλάκες, για να προστατεύει την καλύβα από πιθανή φωτιά. Δεξιά και αριστερά ήταν τα κρεβάτια. Τα κρεβάτια ήταν ξύλινα, με στρώμα από άχυρο. Για σκέπασμα χρησιμοποιούνταν την κάπα και το ταλαγάνι, σε πολύ λίγες καλύβες μπορούσε να βρεις και τσέργες σκεπάσματα από γδόμαλο (μαλί γίδας).
Μέσα στην καλύβα διέκρινες το καντήλι, το Δερμάτι με το τυρί, το Παγούρι για το νερό και άλλα.
Το χειμώνα κύριο πρωινό του τσομπάνη ήταν η κουλιάστρα (από γάλα νεογέννητης γίδας) ή η παπάρα (γάλα με τριμμένο ψωμί).
Μαζί του έπαιρνε τυρί και ψωμί ενώ σπάνια μαζί του έπαιρνε και φαγητό.
Για στήριγμα μαζί τους είχαν πάντα την (γκλίτσα) ή μαγκούρα
Τέλος της άνοιξης οι κτηνοτρόφοι με τα γίδια άφηναν
τα μαντριά και ανέβαιναν σε
μεγαλύτερο υψόμετρο στις στρούγγες, ενώ αυτοί
που είχαν πρόβατα κατέβαιναν από
το χωριό προς το κάμπο. Νωρίς το πρωί ο τσοπάνης τα άρμεγε
αν είχαν γάλα
και κινούσε για το σκάρο-βόσκημα. Το μεσημέρι τα γίδια στάλιζαν κάτω από τα πλατάνια σε κάποιο ρέμα ενώ τα
πρόβατα επέστρεφαν για στάλο στο τσαρδάκι. Εκεί έμεναν την ώρα του μεσημεριού. Το
απόγευμα
σκάριζαν για βόσκημα και τα
γίδια επέστρεφαν σουρουπώνοντας στη
στρούγγα γιά το βραδυνό άρμεγμα αν είχαν γάλα ενώ τα πρόβατα συνέχιζαν το
βόσκημα. Τα πρόβατα επέστρεφαν στο τσαρδάκι αργά το βράδυ για ξεκούραση .Το άρμεγμά τους
γίνονταν νωρίς το πρωϊ. Η στρούγκα και ο στάλος ήταν συνήθως
μαζί για τα πρόβατα.
ΤΣΕΛΙΓΚΑΔΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Μπακογιανναίοι απέναντι από τον Άγιο Σώζο,
Φούρκας Ηλίας στις Αγγελίνες πριν τα Αμπέλια και τα τελευταία χρόνια στη Σελά
Θεοδοσίου Κώστας του
Θ. σε πολλά μέρη με
τελευταία το Μαρμαράκι
και τη Παπα’ιαννόλακα.
Καρκατσέλος Σπύρος στο Μαρμαράκι και Παπα'ιαννόλακα
Κουκλαίοι στα Κουκλέικα μαντριά κάτω από την Κληματόραχη
Χαλβατζαίοι στα Χαλβατζέικα μαντριά προς τ Αμπέλια.
Τσιάκας Ταξιάρχης μαντριά στη Σελά με τον Βαγγελάκη Φούρκα
Τσιάκας Γιάννης μαντριά κάτω από την Κληματόραχη
Τσιάκας Δημήτρης(Τάκας) μαντριά στη Σταύρακα
Τσιάκας Κώστας μαντριά στα Βράχια και τσαρδάκι στ'Αλώνια το καλοκαίρι
Φούρκας Παναγιώτης μαντριά λίγο πιο πάνω από τη Σταύρακα και στρούγγα το καλοκαίρι στη Καρατζόραχη,πάνω από την Αγία Κυριακή
Στριφταραίοι στα Παχνιά κάτω από τ' Αμπέλια
Φούρκας Δημήτρης σε αχυρώνα ,στο χωριό δίπλα στη λάκα ,και το καλοκαίρι τσαρδάκι στην Κρικέσα
Αποστόλου Παναγιώτης είχε μαντριά αριστερά στα Κιόσια ,λίγο πριν την Κληματόραχη, και στρούγγα τα τελευταία χρόνια στ' Καραδήμα.
Σταυρογιανναίοι σε αχυρώνες στο χωριό και στα Αλώνια τα Τσαρδάκια τους για τα πρόβατα το καλοκαίρι.
Ευσταθαίοι τα μαντριά πιο κάτω από την Κοτρώνα στα Αγελαρέικα μαντριά
Μπλετσαίοι στα Ντριμάρια, και στο τέλος στου Παπαγιάννη τη βρύση και αλλού.
Χαλβατζαίοι κάτω από τ'Αμπέλια.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΩΝ
Μαντρί: Αχυρένια κατασκευή για το ξεχειμώνιασμα των ζώων.
Στειρομάντρι: Ανοιχτό μαντρί, για τα στείρα ζώα
Καλύβα: Κατασκευή για να διαμένει και να κοιμάται ο τσομπάνης.
Τσιαρδάκι: Μεσημβρινό σκεπασμένο κατάλυμα.
γρέκι: Νυχτερινό κατάλυμα.
Στρούγκα: περιφραγμένο μέρος για το άρμεγμα.
Κάπα: Μάλλινο πανωφόρι (από μαλλί γίδας), χωρίς μανίκια.
Τσέργα: Μάλλινο σκέπασμα, κατασκευασμένο από μαλλί γίδας.
Φούρκα: Ξύλο με V στην κορυφή..
Δερμάτι: μέσα στο δερμάτι υπήρχε το ξυνόγαλο. .
Παγούρι: μέσα στο οποίο έβαζαν νερό.
Τα ονόματα των ζώων Οι κάτοικοι του χωριού, όπως και όλης της περιοχής, για να ξεχωρίζουν τα ζώα τους από τα άλλα κοπάδια έκαναν σημάδια στα αυτιά όταν ήταν μικρά. Επίσης για να τα ξεχωρίζουν από τα άλλα ζώα τους και να τα φωνάζουν χρησιμοποιούσαν διάφορα ονόματα. Τα ονόματα τα έδιναν κυρίως από το χρώμα τους και τα κέρατά τους ανάλογα με το είδος των ζώων. Άλλα ονόματα είχαν για τα γίδια, άλλα για τα πρόβατα, άλλα για τα βόδια και τις αγελάδες. Πιο πλούσια σε ονόματα ήταν τα γίδια.
Τα μεγάλα κοπάδια τα χώριζαν σε δύο μικρότερα.
Τα στέρφα - αυτά που δεν είχαν γεννήσει μαζί με τα βητούλια και τα τραϊά.
Τα γαλάρια - όσα είχαν γεννήσει και τώρα τα άρμεγαν.
Κάθε νοικοκύρης έκανε έναν συνδυασμό από σημάδια στα αυτιά, που ήταν ο μοναδικός. Όλοι ξέρανε, όταν έβρισκαν ένα χαμένο ζώο, ποιανού ήτανε. Τα σημάδια μπαίνανε στο ίδιο ή σε διαφορετικά αυτιά.
Τα σημάδια αυτά ήταν, τα εξής:
Κόκα, τοξωτό κόψιμο.
Κουτσιόφκου, ευθύ κόψιμο στην άκρη.
Ξουραφιά, λοξό κόψιμο.
Σκίζα, σχίσιμο.
Φούρκα, διχαλωτό κόψιμο.
Ονόματα για τα γίδια με βάση το χρώμα.
Η ονομασία των ζώων με βάση το χρώμα ήταν κοινή για όλους. έτσι όλοι λέγανε:
Φλώρα, η άσπρη.
Γκόρμπα, η μαύρη.
Ρούσα, η κόκκινη.
Κανούτα, η καφεκόκκινη.
Γκεσοκάνωτη, την κανούτα με καφε-μαύρο.
Ασπροκάνωτη, την κανούτα με καφέ-άσπρο
Ψαριά, τη γκρίζα.
Μπάλια, είχε ένα άσπρο στο μέτωπο.
Παρδαλή, η πολύχρωμη.
Γκιόσα, αυτή που είχε στο πρόσωπο και πάνω στα φρύδια καφέ-κόκκινο χρώμα.
Μούσκρια, με μουτζουρωμένο πρόσωπο από σημάδια ή μαύρο πρόσωπο με άσπρα αυτιά.
Μπάρτζα, με καφε-κόκκινα μάγουλα.
Μαρτζελάτη, αυτή πυυ είχε μαρτζέλια. Μαρτζέλια είναι τα φυσικά σκουλαρίκια που κρέμονται στις γίδες από το κάτω σιαγόνι.
Ονόματα για τα γίδια με βάση τα κέρατα.
Σιούτα, χωρίς κέρατα.
Πισωκέρα, με τα κέρατα πίσω.
Ονόματα για τα πρόβατα με βάση το χρώμα.
Μπέλα, η άσπρη.
Λάια, η μαύρη.
Παρδαλή, ασπρόμαυρη.
Για τα γίδια ανάλογα με την ηλικία τους είχαν ονόματα
Κατσίκι, το νεογέννητο.
Βητούλι, το κατσίκι μετά το εξάμηνο..
Ξιχμάδι, το κατσίκι μετά το χρόνο.
Μπλιόρι, το ζώο του ενός έτους.
στερφό’ιδα αυτή που έχασε το μικρό της στη γέννα.
Γίδι, το θηλυκό ενήλικο, μετά την τρίτη γέννα.
Τρα(γ)ί, το αρσενικό ενήλικο.
Γκισέμι, το τρα(γ)ί που το τσιουκάνσαν (στείρωσαν).
Για τα πρόβατα ανάλογα με την ηλικία τους είχαν ονόματα
Αρνί, το νεογέννητο.
Σγούρι, το ζώο του ενός εξαμήνου.
Μπλιόρι μπλιόρα, το αρσενικό και το θηλυκό αντίστοιχα των δύο χρόνων.
Προβατίνα, το θηλυκό ενήλικο, μετά την τρίτη γέννα.
Κριάρι, το αρσενικό ενήλικο.
Ανάλογα με τα μαστάρια (βυζιά) και το πόσο εύκολα αρμέγονταν
Τσιπροβύζα αυτή που δύσκολα αρμέγονταν (είχε μικρή ρόγα)
Καλαμοβύζα αυτή που εύκολα αρμέγονταν (είχε μεγάλη ρόγα)
Μακρυβύζα αυτή που είχε μεγάλα μαστάρια.
Τσαγκάδα αν δεν είχε δικό της κατσίκι.
ΤΑ ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ -ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ Ο
ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ
Για να ακούν τα ζώα τους από
μακριά, αλλά και για να ακολουθούν το κοπάδι τα υπόλοιπα ζώα χρησιμοποιούσαν
κουδούνια. Τα κουδούνια τα κρεμούσαν στο λαιμό των ζώων με ξύλινα στεφάνια, τα
οποία κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Στο ξύλινο στεφάνι στηριζόταν το κουδούνι με την
κλάπα. Κάθε κοπάδι είχε τους δικούς του συνδυασμούς ήχων. Για κάθε είδος ζώων
χρησιμοποιούσαν διαφορετικά κουδούνια.
Για τα γίδια είχαν πλούσια γκάμα κουδουνιών
Το Οκάρκο το μεγάλο κουδούνι το οποίο κρεμούσαν στο γκισέμι (τραγί τσιουγκαλισμένο)
Το Μισοκάρκο το κρεμούσαν σε άλλα γκισέμια ή τραιά
Το Διπλοκύπρι και την κλάγκσα τα κρεμούσαν σε στείρα γίδα
Το Κυπρί, και το γαλαροκύπρι τα κρεμούσαν σε γαλάρα γίδα.
Το Κυπρούλι, το τσιφοτούλι και το φλαγκανάρι το κρεμούσαν, στα μπλιόρια, στα βετούλια και στα κατσίκια.
Για τα πρόβατα τα κουδούνια ήταν λιγότερα
Το Οκάρκο το μεγάλο κουδούνι (το έβαζαν στο πιο δυνατό κρυάρι)
Το Κουδούνι το έβαζαν σε πολύ γερή προβατίνα που έπαιζε και το ρόλο της γυναίκας ηγέτης του οπαδιού.
Το Τσιουκάνι στις γερές προβατίνες.
Το Τσιουκανούλι το έβαζαν στα σγιούρια και στα αρνιά.
Για τα γίδια είχαν πλούσια γκάμα κουδουνιών
Το Οκάρκο το μεγάλο κουδούνι το οποίο κρεμούσαν στο γκισέμι (τραγί τσιουγκαλισμένο)
Το Μισοκάρκο το κρεμούσαν σε άλλα γκισέμια ή τραιά
Το Διπλοκύπρι και την κλάγκσα τα κρεμούσαν σε στείρα γίδα
Το Κυπρί, και το γαλαροκύπρι τα κρεμούσαν σε γαλάρα γίδα.
Το Κυπρούλι, το τσιφοτούλι και το φλαγκανάρι το κρεμούσαν, στα μπλιόρια, στα βετούλια και στα κατσίκια.
Για τα πρόβατα τα κουδούνια ήταν λιγότερα
Το Οκάρκο το μεγάλο κουδούνι (το έβαζαν στο πιο δυνατό κρυάρι)
Το Κουδούνι το έβαζαν σε πολύ γερή προβατίνα που έπαιζε και το ρόλο της γυναίκας ηγέτης του οπαδιού.
Το Τσιουκάνι στις γερές προβατίνες.
Το Τσιουκανούλι το έβαζαν στα σγιούρια και στα αρνιά.
Ο ΚΟΥΡΟΣ -ΤΟ
ΚΟΥΡΕΜΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
Το κούρεμα, ήταν γιορτή για τους κτηνοτρόφους και γίνονταν συνήθως τέλος Ιουνίου. Από μέρες άρχιζε η προετοιμασία. Πρώτα έπρεπε να ειδοποιηθούν όσοι θα βοηθήσουν στο κούρεμα. Όλοι όσοι δεχόταν το κάλεσμα πήγαιναν. Μετά έπρεπε η νοικοκυρά να φροντίσει για τις πίτες, τα φαγητά, τα γλυκά, αλλά και να φροντίσει για την αποθήκευση του μαλλιού. Ο νοικοκύρης έπρεπε να κάνει το πρόγραμμα. Ποιο τρα(γ)ί θα τσουκανήσει (θα κάνει στείρο), ποια τραγιά θα κάνει ειδικό κούρεμα με χαίτη ή αράδες και σε ποιες γίδες. Σε ποια τραγιά και γίδια θα κρεμάσει φέτος τα κουδούνια, τι κουδούνια και τι ήχους θα έχει το κοπάδι. Σε ποιο μέρος θα γίνει το κούρεμα. Ποιους θα καλέσει.
Οι καλεσμένοι χωρίζονταν σε δυο ομάδες, ανάλογα με τη δυνατότητα για γρήγορο και καλό κούρεμα. Οι νεότεροι συνήθως αναλάμβαναν να πιάνουν και να μεταφέρουν τα ζώα. Οι πιο έμπειροι αναλάμβαναν το κούρεμα. Καθένας θα φρόντιζε για το τρόχισμα των ψαλιδιών. Οι γυναίκες αναλάμβαναν τη συγκέντρωση του μαλλιού.
Για το γκισέμι υπήρχε ειδικό, όμορφο κούρεμα με αράδες. Η επιλογή ήταν του κτηνοτρόφου. Στο γκισέμι θα κρεμούσαν και το πιο μεγάλο κυπρί, το οκάρκο. Έπρεπε ο ήχος του κοπαδιού να είναι ξεχωριστός, ευχάριστος και να τον γνωρίζει από μακριά.. Μετά αφού έτρωγαν όλοι μαζί ,οι άνδρες διάβαζαν τις πλάτες από τα ψητά , τραγουδούσαν και έλεγαν τις ιστορίες τους από άλλες εποχές. Τέλος άφηναν το κοπάδι να φύγει.
Το γιδόμαλλο, το έπαιρναν, όπως είπαμε οι γυναίκες για να το πουλήσουν σε πλανόδιους με αντάλλαγμα πλάκες πράσινου σαπουνιού ή να φτάξουν κάπες και τσέργες.Ενώ το μαλλί του προβάτου να το πλύνουν, να το κάνουν νήμα, ύφασμα ή βελέντζες. Να φτιάξουν τα σκ(ου)τιά, για να ράψουν ρούχα. Να γνέσουν με τη ρόκα, για να κάνουν το μαλλί νήμα, για πλέξιμο με τις βελόνες. Να υφάνουν στον αργαλειό τις βελέντζες.
0 Σχόλια